κάλλιστος

κάλλιστος
καλλίων, κάλλιστος (καλλίονα, -ίονες; -ιον nom., acc.: superl. κάλλιστος, -ον; -α, -ᾳ, -αν, -α, -αις; -ον acc., acc.)
a comp., lovelier

μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου P. 11.57

τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 1. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν, τελευταί τε καλλίονες pr. fr. 108a. 4. n. s. pro adv., better, more successfully,

παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26

c. gen.,

σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12

b superl., fairest, finest

μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

ἀκρωτήριον Ἄλιδος κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας O. 9.10

τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39

γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123

φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187

κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον P. 7.1

καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει P. 9.69

φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων P. 12.1

θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9

Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18

κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων I. 4.58

τὰν ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.64

καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. pro subs.

κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κάλλιστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιστος — I (9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους… …   Dictionary of Greek

  • κάλλιστος — καλός beautiful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλλιστος, Ανδρόνικος — (Κωνσταντινούπολη 1420; – Αγγλία 1476).Λόγιος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσε στην Ιταλία. Δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στα σπουδαιότερα ιταλικά πανεπιστήμια της εποχής (Μπολόνια, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο), όπου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Γεώργιος — (Georgius Calixtus, 1586 – 1656). Γερμανός λουθηρανός θεόλογος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Όταν επέστρεψε στη Γερμανία διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χέλμστατ …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Νικηφόρος — Βλ. λ. Ξανθόπουλος, Νικηφόρος …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Φυντίκης — (; – 1858). Επίσκοπος Κυδωνίας της Κρήτης. Διακρίθηκε για τη δράση του στην Επανάσταση του 1821. Συνεργάστηκε με τους πρωτεργάτες του Αγώνα στην Κρήτη. Ο διοικητής Βελή Εντίν, στις 11 Μαΐου 1858, κάλεσε τον Κ. στο διοικητήριο των Χανίων και τον… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίστω — Κάλλιστος masc nom/voc/acc dual Κάλλιστος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστοιν — Κάλλιστος masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστοις — Κάλλιστος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστοισι — Κάλλιστος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”